εναπόκλειστος

εναπόκλειστος
ἐναπόκλειστος, -ον (AM)
ο αποκλεισμένος σ' ένα μέρος, κλεισμένος, έγκλειστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”